ανακόλλι
Смотреть что такое "ανακόλλι" в других словарях:
ανακόλλι — το [ανακολλώ] 1. αυτό, με το οποίο γίνεται η ανακόλληση* 2. ανακόλλημα, έμπλαστρο … Dictionary of Greek
ανακόλλι — το [ανακολλώ] 1. αυτό, με το οποίο γίνεται η ανακόλληση* 2. ανακόλλημα, έμπλαστρο … Dictionary of Greek